-
1 закупка
η αγορ/ά, η προμήθειαагент по - ам ο προμηθευτής, ο εφοδιαστής, - и в других странах - ές σε άλλα κράτηраспределять - и через посредническую организацию διανέμω τις - ές μέσω μεσιτικής επιχείρησηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > закупка
-
2 производительность
1. (интенсивность труда) η παραγωγικότητα 2. (объём производства) η παραγωγ/ή 3. (потенциал, возможности) η απόδοση, η ικανότηταРусско-греческий словарь научных и технических терминов > производительность
-
3 выработка
выработк||аж1. (действие) ἡ κατασκευή/ ἡ ἐπεξεργασία, ἡ ἐκπόνηση (плана, резолюции и т. д.)·2. (продукция) ἡ παραγωγή·3. (производительность) ἡ ἀποδοτικότητα [-ης], ἡ ἀπόδοση:годовая \выработка ἡ ἐτησία ἀπόδοση· повышать нормы \выработкаи αὐξάνω τήν ἀποδοτικότητα·4. \выработкаи мн. горн. τά μεταλλεία. -
4 продукция
-и θ.η παραγωγή, τα προϊόντα•валовая продукция συνολική παραγωγή•
годовая продукция фабрики η ετήσια παραγωγή της φάμπρικας•
промышленная продукция βιομηχανική παραγωγή.
|| προϊόν πνευματικής εργασίας•писательская продукция συγγραφική παραγωγή.
-
5 средний
-яя, -ееεπ.μεσαίος, μέσος, μεσιανός•-ее окно μεσαίο παράθυρο•
-яя годовая температура η μέση ετήσια θερμοκρασία.
|| κεντρικός•-яя азия Μέση ή Κεντρ ική Ασία.
|| μέτριος•средний ученик μέτριος μαθητής.
εκφρ.в -ем – κατά μέσο όρο•высше -его – παραπάνω από το μέσο όριο ή το κανονικό•ниже -его – κάτω του μέσου ορίου ή του κανονικού•не что -ее – κάτι το μέσο, το ενδιάμεσο, το μεταξύ•- ее образование – η μέση μόρφωση, ηδε-κατάξια (γυμνασιακή)•средний палец – το μεσαίο δάχτυλο•- ее ухо – το μεσαίο αυτί•- яя школа – το μεσαίο (δεκατάξιο) σχολείο•- их лет – μέσης ηλικίας•средний залог – (γραμμ.) η μέση διάθεση των ρημάτων.